Αναγκαστική απαλλοτρίωση εκτάσεων στο Φυλάκιο στις σκέψεις Μηταράκη;

Νέες διαστάσεις παίρνει το θέμα που αναδείξαμε χθες, με την απόφαση του Υπουργείου Μετανάστευσης, με ημερομηνία 10/2/2021, να πληρώσει εκτιμητή, δηλαδή πραγματογνώμονα, στον οποίο ανέθεσε την υπηρεσία προσδιορισμού της αξίας μίσθωσης εκτάσεων στην «εκτός σχεδίου περιοχή του Δήμου Ορεστιάδας νομού Έβρου» για τη δημιουργία της πολυσυζητημένης δομής στο ΚΥΤ Φυλακίου.

Όπως προκύπτει από την ισχύουσα νομοθεσία, και συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 7α του Νόμου2882/2001, υπάρχει η δυνατότητα, για έργα «γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας», να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών σε μία έκταση, πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, με τον χαρακτήρα του «κατεπείγοντος». Ανάλογη διαδικασία έχει ακολουθηθεί σε έργα όπως η ανατολική περιφερειακή οδός της Αλεξανδρούπολης και η χερσαία ζώνη του λιμένα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, προηγείται μία πραγματογνωμοσύνη επί της αξίας των ακινήτων, όπως έγινε στην περίπτωση του Φυλακίου. Προκύπτει, λοιπόν, εύλογα ο προβληματισμός για το εάν η απόφαση του  Υπουργείου να προσλάβει εκτιμητή, έγινε με απώτερο στόχο την αναγκαστική απαλλοτρίωση των επίμαχων εκτάσεων. 

Πιο συγκεκριμένα, τα βασικά σημεία του νόμου, αναφέρουν τα εξής: 

«1.Προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Χώρας είναι δυνατόν με ειδική απόφαση του Εφετείου, που δικάζει με τη διαδικασία του άρθρου 21 του παρόντος, να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολήτης αποζημίωσης. Οι απαλλοτριώσεις του προηγούμενου εδαφίου κηρύσσονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία προβλέπεται ρητά η δυνατότητα αυτή. Αν η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί κατά τις πάγιεςδιατάξεις και η σχετική ανάγκη ανακύψει μεταγενέστερα, τότε, προκειμένου να ακολουθηθεί η διαδικασία της παραγράφου αυτής, εκδίδεται

ειδική πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Τυχόν απαιτούμενες συμπληρωματικές απαλλοτριώσεις κηρύσσονται κατά τις πάγιες διατάξεις, χωρίς να απαιτείται νέα κάθε φορά πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου.

 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο διαδικασία κινείται με ειδική αίτηση προς το κατά τα ανωτέρω δικαστήριο, που υποβάλλεται από τον βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης, είτε αυτοτελώς είτε μαζί με την αίτηση για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης. Η κλήτευση των

ιδιοκτητών στην περίπτωση αυτή γίνεται κατά τα οριζόμενα στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 19 του Κώδικα.

Διαβάστε ακόμη  Δάσος Δαδιάς: Για λάθη δεκαετιών στην πρόληψη, κάνει λόγο η Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης

 3. Το δικαστήριο, παρέχοντας την άδεια, υποχρεώνει τον βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης να καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, πριν από την κατάληψη του ακινήτου, εύλογο τμήμα της αποζημίωσης, που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 70% της κατά το οικείο σύστημα προσδιοριζόμενης αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, άλλως της εκτιμώμενης αποζημίωσης. Η εκτίμηση για την αιτία αυτή του ύψους της αποζημίωσης δεν δεσμεύει τον δικαστή του προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού της, η δε διαδικασία για τον προσδιορισμό αυτόν χωρεί αυτοτελώς, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 19 και 20 ή στο άρθρο 21

του παρόντος. Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί, από την επομένη της κήρυξης της απαλλοτρίωσης, να κινήσει τη διαδικασία των άρθρων 26 και 27 του Κώδικα για να αναγνωρισθεί δικαιούχος της αποζημίωσης.

4. Αν το δικαστήριο παράσχει την αιτηθείσα άδεια, τότε η παράδοση του ακινήτου ενεργείται κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3, πρώτο εδάφιο, του άρθρου 9 του Κώδικα, ο δε υπέρ ου υποχρεούται να ζητήσει τον προσωρινό ή οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης σε ένα (1) μήνα

από την κοινοποίηση ή γνώση της απόφασης.

 5. Ο βαρυνόμενος, καταλαμβάνοντας, με τις παραπάνω προϋποθέσεις, το ακίνητο, προβαίνει υποχρεωτικά στην έκδοση υπέρ του δικαιούχου ειδικού ομολόγου διάρκειας όχι μεγαλύτερης των δεκαοκτώ (18) μηνών για το υπόλοιπο της αποζημίωσης αυτής. Αν ο βαρυνόμενος με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης είναι Ν.Π.Ι.Δ. ή ιδιώτης, τότε, αντί του ομολόγου, παρέχεται αντίστοιχη εγγυητική επιστολή αναγνωρισμένου πιστωτικού ιδρύματος. Το ομόλογο ή η εγγυητική επιστολή επιστρέφονται αν η αποζημίωση καταβληθεί εντός του χρόνου ισχύος τους, άλλως εισπράττονται από τον δικαιούχο. Αν ο βαρυνόμενος δεν καταβάλει στον δικαιούχο το ακάλυπτο υπόλοιπο της προσωρινά ή οριστικά προσδιοριζόμενης αποζημίωσης σε έξι (6) μήνες από την κοινοποίηση, με επιμέλεια του δικαιούχου, της απόφασης για τον προσδιορισμό αυτόν, τότε το υπόλοιπο επιβαρύνεται με τόκο 2% για κάθε μήνα καθυστέρησης, ο δε δικαιούχος διατηρεί το δικαίωμα κατάσχεσης οποιουδήποτε ιδιωτικού περιουσιακού στοιχείου του βαρυνομένου, ακόμη και αν αυτός είναι το Δημόσιο ή εξομοιούμενο με αυτόΝ.Π.Δ.Δ.. Αν η τελικά προσδιοριζόμενη αποζημίωση είναι μικρότερη από το ποσό του τυχόν εκδοθέντος και εξοφληθέντος ομολόγου, τότε η διαφορά επιστρέφεται κατά τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων.