Χρόνης Αηδονίδης: Η καταπληκτική ζωή του δασκάλου της παράδοσης

Συνέντευξη του Χρόνη Αηδονίδη παρουσίασε το gossip-tv. Ο 91 ετών καλλιτέχνης της παραδοσιακής μουσικής, εξομολογείται λεπτομέρειες της ζωής τους.

Το άρθρο του gossip-tv και η συνέντευξη παρακάτω:

Ο Χρόνης Αηδονίδης και η Δόμνα Σαμίου θεωρούνται οι στυλοβάτες της παραδοσια­κής μουσικής για έναν απλό λόγο: το τρα­γούδι δεν ήταν το κύριο επάγγελμα τους και όσα έκαναν για να διασωθεί τα έκαναν από μεράκι, όχι για τα χρήματα. Από περιοχή σε περιοχή συγκέντρωναν τα «χα­μένα» διαμάντια της δημοτικής μας παρά­δοσης, καταγράφοντας τα σε δίσκους και περνώντας τα από γενιά σε γενιά.

Στο σπίτι του Χρόνη Αηδονίδη στα Βριλήσσια η επί 60 χρόνια σύζυγος του Φωτεινή μας υποδέχεται στην πόρτα με ένα πλατύ χαμόγελο.

«Όταν χτίσαμε το σπίτι μας εδώ, ήταν το πρώτο στην περιοχή. Ήταν εξοχή. Τώ­ρα δυσκολεύεσαι να το βρεις…» λέει χαρι­τολογώντας. Δίπλα της ο πολυαγαπημένος της σύζυγος και αγαπημένος ερμηνευτής, που έμελλε να δοξαστεί παγκοσμίως με τα χρώματα της ελληνικής σημαίας, μας κοι­τάζει με το καλοσυνάτο βλέμμα του.

Τον ρωτάμε αν είναι καλά. «Γηρατειά, αλλά δόξα τω Θεώ. Έχουμε τα λογικά μας και κινούμαστε μέσα στο σπίτι» απαντά.

Έχοντας… πατήσει πια τα 91 χρόνια, εκ των οποίων τα 70 τραγουδάει, θυμάται με συγκίνηση τα παιδικά του χρόνια, τους κυ­ριότερους σταθμούς της ζωής και της καριέρας του, και με ταπεινότητα ευχαριστεί τον ελληνικό λαό που τον έχει τιμήσει και τον σέβεται όπου κι αν βρεθεί.

Ο Χρόνης Αηδονίδης, σε μια σπάνια εξομολόγηση του στην «Espresso», ανα­φέρεται σε μοναδικά, γεγονότα της ζω­ής του.

Γεννηθήκατε το 1928. Παιδί του πολέμου. Τι θυμάστε από εκείνα τα πέτρινα χρόνια;

Πολύ δύσκολα χρόνια, με πολλές στερή­σεις. Δεν είχαμε ούτε ψωμί να φάμε. Στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα από τα δια­λείμματα στο δημοτικό σχολείο, όπου κά­ποια παιδιά που είχαν καλύτερη οικονομι­κή κατάσταση έτρωγαν μια φετούλα ψωμί με ζάχαρη. Κι εμείς, τα πιο φτωχά παιδιά, πηγαίναμε και παρακαλούσαμε: «Δώσε μου μια μπουκιά να φάω κι εγώ, σε παρατ καλώ». Τόση πείνα.

Κατάγεστε από το Διδυμότειχο, αν δεν κά­νω λάθος,κύριε Αηδονίδη…

Σωστά. Εκεί πάνω οι περιοχές αυτές τότε δεν παρήγαν τίποτα. Από τη Λάρισα και κάτω ήταν ο… παράδεισος. Ο μπαμπάς μου ήταν ιερέας και ήξερε από βυζαντι­νή μουσική. Η μητέρα μου, η πρεσβυτέρα, ήταν καλλίφωνη. Και οι δύο άγιοι άνθρω­ποι. Οταν έγινα έξι ετών, μ’ έπαιρναν μα­ζί τους στην εκκλησία, στα ευχέλαια, στις λειτουργίες.

Και κάπως έτσι άρχισα να προσαρμό­ζομαι στη βυζαντινή μουσική. Όμως, επει­δή η μάνα μου ήταν κέρβερος, δεν μας άφηνε ούτε στιγμή χωρίς να εργαζόμα­στε. Πέντε παιδιά στην οικογένεια έπρεπε να δουλέψουμε για να φάμε. Παντού, σε όλες τις δουλειές. Ήταν όμως πολύ πρωτό­γονη η ζωή. Κοιμόμασταν σε ψάθες που στρώναμε πάνω από το χώμα. Τα δωμάτια ήταν από πλίνθους. Αλλά τελικά ο άνθρω­πος αντέχει πολλές κακουχίες. Αυτό είναι το συμπέρασμα μου.

Με το τραγούδι πότε ασχοληθήκατε ενερ­γά;

Εγώ θυμάμαι πάντα στ’ αυτιά μου ν’ αντη­χούν τραγούδια. Ξέρεις γιατί; Γιατί ο κό­σμος, είτε εργάζεται σκληρά είτε είναι λυ­πημένος ή χαρούμενος, πάντα κάτι σιγοψι­θυρίζει. Κι εγώ τραγουδούσα παντού. Κά­θε μου στιγμή.

Υπήρξε κάποιο πρότυπο για εσάς, που σας παρακίνησε να ακολουθήσετετο τραγούδι;

Τον καιρό που άρχισα εγώ ήταν ο Γιώργος Παπασιδέρης, η Ρόζα Εσκενάζυ. Ομως εγώ δεν το είχα σαν επάγγελμα κατά νου. Δεν ήταν του γούστου μου, δεν μου άρε­σε. Και δεν το είδα ποτέ έτσι. Ημουν λογιστής στο Σισμανόγλειο και απλά πήγαινα και τραγουδούσα σε επιλεγμένες εκδη­λώσεις όταν με καλούσαν. Δεν ήθελα να Αξενυχτάω στα κέντρα. Ξέρεις πόσο τραγούδησα σε νυχτερινό κέντρο στα 70 χρό­νια που είμαι στο τραγούδι; Μόνο τέσσε­ρις μήνες, όταν έφτιαχνα το σπίτι μου και είχα ζοριστεί πολύ οικονομικά.

Στην Αθήνα πότε ήρθατε;

Η οικογένεια μου κατέβηκε στην πρωτεύ­ουσα στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Εγώ έπρεπε, λοιπόν, απεγνωσμένα να βρω δου­λειά για να βοηθήσω τους δικούς μου να σταθούν στα πόδια τους. Είδα μια αγγε­λία ότι το Σισμανόγλειο ζητούσε υπαλλή­λους. Ομως το Σισμανόγλειο ήταν σανατό­ριο εκείνη την εποχή και, μόλις το άκουσε ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν ιερέας εκεί, τρελάθηκε. Προσπαθούσε να με αποτρέψει με κάθε τρόπο. Δεν υπήρχε όμως καμιά άλλη δουλειά κι έτσι άρχισα να δουλεύω εκεί μέσα. Πα­ράλληλα όμως με αναζήτησαν εκείνη την περίοδο και οι λαογράφοι, χωρίς να τους γνωρίζω καν εγώ. Ενας λαογράφος, ο Πο­λύδωρος Παπαχριστοδούλου, είναι για μένα ο πιο σημαντικός άνθρωπος και εκεί­νος που με εδραίωσε. Εκανε εκπομπή στην ΕΡΤ τότε.

Πότε παντρευτήκατε με τη σύζυγο σας;

Το 1960 παντρευτήκαμε με τη Φωτεινή. Δούλευε κι εκείνη στο Σισμανόγλειο κι έτσι γνωριστήκαμε. Δεν αποκτήσαμε παι­διά, αλλά έχουμε πολλά ανίψια. Δόξα τω Θεώ. Και θα σου πω και μια κινέζικη πα­ροιμία: Οσοι έχουν παιδιά να τα χαίρο­νται. Οσοι δεν έχουν να χαίρονται, (γέλια)

Αν σας έβαζα σε μια ζυγαριά την τερά­στια καριέρα σας από τη μια και από τηνάλλη την οικογένεια σας, προς τα πού θα… έγερνε;

Πρώτα το τραγούδι και μετά η οικογένεια. Το έχω ακούσει αυτό και από τον Γιώργο Νταλάρα. Η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολο να κάνεις μια ολοκληρωμένη οικο­γένεια με παιδιά και παράλληλα να έχεις και καριέρα. Κάτι θα παραμελήσεις.

Ωστόσο το τραγούδι ποτέ δεν το είδατε ως βιοποριστικό επάγγελμα. Ετσι δεν είναι;

Ποτέ. Εγώ δούλευα στο Σισμανόγλειο, από το 1950 έως το 1988, οπότε και πήρα σύνταξη. Αν το τραγούδι το έβλεπα ως βι­οποριστική εργασία, θα ήμουν επαγγελμα­τίας. Εγώ είμαι ερασιτέχνης τραγουδιστής. Δηλαδή εραστής της τέχνης του τραγου­διού, κάτι που έχει παρεξηγηθεί στην Ελ­λάδα. Εγώ τραγουδούσα πάντα ερασιτε­χνικά και προσπαθούσα να διασώσω τα θρακιώτικα τραγούδια. Αυτό ήθελα. Από την άλλη, δεν ήθελα ποτέ να είμαι στην πί­στα και ο άλλος να μου πετάει χρήματα, λες και ήμουν επαίτης. Δεν μου άρεσε. Τον καλλιτέχνη που δίνει την ψυχή του πάνω στη σκηνή, στην πίστα, πρέπει να τον σέ­βεσαι και να τον τιμάς. Οχι να του πετάς χρήματα σαν να του λες «σε πληρώνω και θα τραγουδήσεις ό,τι σου πω».

Το τραγούδι σήμερα πώς το βλέπετε;

Εχουν αλλάξει οι συνθήκες σε όλα και για όλους. Οι μεγάλες φίρμες κλαίνε με μαύ­ρο δάκρυ και προσπαθούν να βρουν νέ­ους τρόπους διεξόδου. Δισκογραφία δεν υπάρχει. Κάποτε ο Γιάννης Πάριος έβγα­λε τα «Νησιώτικα» και πούλησε 600.000 δί­σκους. Σήμερα δεν υπάρχει κάτι αντίστοι­χο και ούτε στο μέλλον θα υπάρξει.

Πώς νιώθετε στα 91 σας χρόνια;

Νιώθω απόλυτα ικανοποιημένος από όλους. Δεν έχω παράπονο από κανέναν. Τίμησα το τραγούδι και με τίμησαν όλοι. Τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου.

Ποιον θεωρείτε τον πιο ση μαντικό σταθμό στην καριέρα σας;

Θεωρώ πως είχα πολλούς σταθμούς στην καριέρα μου που αξίζει να τους αναφέ­ρω. Σταθμός ήταν ο Παπαχριστοδούλου. Σταθμός ήταν η συνεργασία μου με πολύ σημαντικούς μουσικούς, όπως με την ορ­χήστρα της Ρόζας Εσκενάζυ. Σταθμός ήταν για μένα ο Σίμωνας Καράς που κατέ­γραψε όλη τη βυζαντινή μουσική. Σταθμός υπήρξε η συνεργασία μου με τον Νταλάρα, ο οποίος έκανε γνωστό το όνομα μου στις νεότερες γενιές. Μεγάλος σταθμός ήταν η πρώτη μου περιοδεία εκτός Ελλάδος, στην Αμερική το 1969,όπως και το 2000 που συ­νεργάστηκα με τον Παντελή Βούλγαρη. Σταθμός μεγάλος ήταν και η εμφάνιση μου στην Ολυμπιάδα το 2004. Και τελευταίος σταθμός ήταν το 2010, όταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μου έδωσε το Οφίκιο του Βυζαντινού Υμνωδού.

Αναπολείτε τις στιγμές που έχετε ζήσει;

Ούτε συζήτηση. Ηταν σπουδαία τα χρόνια που έζησα. Ημουν τυχερός γιατί εκπροσώπησα την πατρίδα μου σε μοναδικές εκδη­λώσεις και το όνομα μου ακούστηκε πα­ντού. Είμαι ευτυχής που έφτασα ως εδώ και νιώθω πολύ τυχερός γιατί και καλά πέρασα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και η ζωή μου έφτασε ως εδώ ομαλά, ήρεμα, χωρίς τρικυμίες.