Μιχάλης Κουινέλης: «Τρελαίνομαι να ονειρεύομαι»

Δεν είναι παράξενη η απήχηση και η επιδραστικότητα της μουσικής του Μιχάλη Κουινέλη – οι περίπου 900.000 followers της επίσημης σελίδας του στο Facebook αλλά και το αδιαχώρητο που συμβαίνει στις live εμφανίσεις του συνηγορούν για του λόγου το αληθές. Είναι όμως τουλάχιστον ασυνήθιστο να τον βλέπεις να αναλαμβάνει ρόλο τηλεπαρουσιαστή στη νέα μουσική εκπομπή του ALPHA με τίτλο «The Music Project by Jumping Fish», η οποία από την πρεμιέρα της κιόλας την προηγούμενη Τρίτη άφησε θετικές εντυπώσεις, μαζί με τις καλύτερες υποσχέσεις για τα επόμενα επεισόδια. Υπάρχει, ωστόσο, ένα θεμελιώδες ερώτημα: γιατί επέλεξε να επιστρέψει στην τηλεόραση; «Είναι μια υπέροχη ιδέα σε ό,τι αφορά το concept. Υπάρχει μια πιο εναλλακτική σκηνή στην Ελλάδα, την οποία, για να μην πω ψέματα, ούτε και εγώ τη γνώριζα πολύ καλά. Δεν λέμε για ποιοτική ή μη ποιοτική μουσική. Για να μην παρεξηγηθώ. Δεν την ορίζω έτσι τη μουσική. Πρόκειται για παιδιά που έχουν διαλέξει έναν διαφορετικό δρόμο έκφρασης στη μουσική και δεν τα ακούμε κάθε μέρα στο ραδιόφωνο.

Η λογική της εκπομπής είναι χοντρικά ότι καλούμε κάποιους συνθέτες, τους “πειράζουμε” τα τραγούδια και δίνουμε τελικά μια επανεκτέλεση παλιών τραγουδιών με μια φρεσκάδα. Προσωπικά έχω εντυπωσιαστεί από τα παιδιά που έχουν συμμετάσχει στην εκπομπή. Κουβαλάνε πτυχία, έχουν φρέσκια ματιά στα πράγματα, έχουν τελείως διαφορετικές απόψεις όσον αφορά στον τρόπο εξέλιξής τους μέσα από τη μουσική. Αυτό είναι και το Jumping Fish επί της ουσίας, σε συνεργασία με το οποίο γίνεται και η εκπομπή», εξηγεί.

«Σπουδαία αποκάλυψη η τηλεόραση»

Σχεδόν αυτόματα τον ρωτάω -με δεδομένη και την προηγούμενη σαρωτική επιτυχία του «The Voice», στο οποίο ο ίδιος ήταν μια αληθινή αποκάλυψη- αν του αρέσει η τηλεόραση. «Την τηλεόραση ως μέσο τη θεωρώ σπουδαία ανακάλυψη. Τώρα το τι βάζουν να παίζει είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Είναι συντροφιά για πολλούς ανθρώπους και έχει τεράστια δύναμη.

Παρακολουθώ τηλεόραση. Δεν θα σ’ το παίξω ντεμέκ κουλτούρα, αλλά κυρίως βλέπω ταινίες ή ντοκιμαντέρ. Η τηλεόραση μπορεί να είναι και διδακτική. Και η εκπομπή αυτή είναι κάπως διδακτική. Μπορούν τα νέα παιδιά να ακούσουν παλιά, σημαντικά τραγούδια, εκτελεσμένα με μια φρέσκια ματιά. Θεωρώ σημαντικό οι νέες γενιές να μαθαίνουν τους παλιότερους συνθέτες. Δεν λέμε να επιβάλεις στους νέους ανθρώπους τι θα ακούν, αλλά να τους πληροφορήσεις ότι υπάρχουν και αυτοί οι δημιουργοί. Μετά μπορούν να επιλέξουν. Οσο περισσότερες είναι οι επιλογές, τόσο το καλύτερο», λέει.

Το μακρινό -πλέον- 1997, όταν ο ίδιος δηλαδή μπήκε επαγγελματικά στη μουσική, δεν υπήρχαν ανάλογα τηλεοπτικά προγράμματα. Βέβαια και να υπήρχαν, εκείνος πιθανότατα θα τα απέφευγε. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Κουινέλης ξεκίνησε και εξακολουθεί να πορεύεται μέσα στη μουσική ως θέσει ερασιτέχνης. «Ασχολούμαι με τη μουσική από τα 17 μου. Για μένα το να είσαι μουσικός δεν σημαίνει ότι πρέπει απαραιτήτως να είσαι αναγνωρισμένος. Δεν βλέπω τη μουσική ως επάγγελμα. Είμαι από τους ανθρώπους που κοιτάζουν ερασιτεχνικά τη μουσική. Με την κυριολεκτική έννοια. Δεν ξύπνησα ένα πρωί και είπα “θα γίνω επαγγελματίας μουσικός”.

Εκανα μουσική στον ελεύθερο χρόνο μου, παράλληλα με τις δουλειές μου. Εχω κάνει πάρα πολλές δουλειές. Και εικονολήπτης έχω δουλέψει και σεκιουριτάς. Η μουσική ήταν για μένα διέξοδος. Αντί στον ελεύθερο χρόνο μου να σκοτώνω τον χρόνο μου σε μια καφετέρια λέγοντας παπαριές, προτιμούσα να κλείνομαι σε ένα αυτοσχέδιο στούντιο που είχα φτιάξει και να γράφω τις μουσικές μου. Κάποια στιγμή έφτιαξα ένα ντέμο, το ’στειλα σε εταιρείες, σε άλλους άρεσε, σε άλλους δεν άρεσε, σ’ αυτούς που άρεσε το κυκλοφόρησαν και από κει και πέρα τα πράγματα ήρθαν όπως ήρθαν. Μετά μπαίνεις σε μια περίεργη κατρακύλα και δεν προλαβαίνεις να κάνεις απολογισμό. Το μόνο που κοιτάς σε αυτή τη γρήγορη τρεχάλα σου είναι αν νιώθεις καλά με αυτό που κάνεις. Και εγώ νιώθω πάρα πολύ καλά. Κι ούτε είμαι της άποψης ότι “αμάν, είμαι μουσικός και πρέπει να φτιάχνω μουσική συνέχεια για να επιβιώσω’’. Θα κάνω μουσική όσο μ’ αρέσει και όσο έχω να δώσω και να πω πράγματα. Οσο μου δίνει δύναμη ο Θεός, θα το κάνω. Αν κάποια στιγμή δω ότι αυτό που κάνω δεν με κάνει περήφανο ή δεν με κάνει να κοιμάμαι καλά τα βράδια, αλλά αντίθετα να στροβιλίζομαι και να τρώω τα σωθικά μου, θα σταματήσω.

Οχι να γράφω μουσική, αλλά να την υπηρετώ εγώ άμεσα ως frontman ενός project», λέει. Τίμια και ειλικρινής η προσέγγισή του, όμως αναρωτιέμαι: από τη μουσική δεν βιοπορίζεται, δεν βγάζει το ψωμί του; Ο ίδιος θέτει τα πράγματα στην αληθινή τους διάσταση. «Δεν γράφω μουσική για να ’χω να φάω. Κάνω συναυλίες για να ’χω να φάω. Δεν ξέρεις τι θα γίνει επιτυχία και τι δεν θα γίνει. Δεν είμαι ακαδημαϊκός μουσικός για να ξέρω τι θα αποδεχτεί ο κόσμος. Δεν είχα ποτέ το hit στο τσεπάκι μου. Δεν ένιωσα ποτέ ότι πήγα να γράψω κάτι για να γίνει επιτυχία. Δεν ξέρω πώς γίνεται. Αν ευλογήθηκα και μπόρεσα να ταυτιστούν και άλλοι άνθρωποι με αυτό που ένιωθα και πίστευα είναι άλλη ιστορία. Κάποια τραγούδια πάνε, κάποια δεν πάνε. Ετσι είναι το κόλπο». Ο Κουινέλης πιστεύει ακόμη ότι το μόνο όπλο που έχουν στη φαρέτρα τους οι καλλιτέχνες είναι τα τραγούδια τους. Και ο τρόπος που θα τα επικοινωνήσουν. Γιατί άραγε ο ίδιος επέλεξε να ασχοληθεί με ένα προφανώς εναλλακτικό είδος μουσικής, όπως το hip hop; «Το hip hop του ’97 με το hip hop του ’16 δεν έχει καμία σχέση. Και εντός και κυρίως εκτός Ελλάδας. Εχει αλλάξει. Εγώ αυτό τον τρόπο είχα να εκφραστώ. Δεν είχα τη σούπερ φωνή.

Εμαθα να γράφω τις ρίμες μου στο χαρτί και να εκφράζομαι. Αυτό ήξερα να κάνω. Το πρώτο τραγούδι το σκάρωσα στα 14. Δεν ήταν όμως για να βγει πουθενά. Ηταν περίεργες οι ρίμες. Μέσα από το γράψιμο άρχισα να ωριμάζω. Το χέρι με το μυαλό και την καρδιά πηγαίνουν παράλληλα. Ακόμα γράφω και ενώ κάποιες στιγμές έχω πει “αυτό είναι το καλύτερο που έχω γράψει”, έρχεται το επόμενο τραγούδι και το αναιρεί. Αν θέλω συγκεκριμένες συνθήκες για να γράψω; Γράφω μόνο όταν είμαι στην Αλεξανδρούπολη. Κάθομαι, αράζω, σκαλίζω ήχους, πειράζω λέξεις», περιγράφει.

Η επιλογή του να ζει στον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε είναι σίγουρα ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο έχει επιλέξει να βλέπει αλλά και να βιώνει τη ζωή. Μοιάζει ίσως και κάπως αναιδής για ένα -κακά τα ψέματα- αθηνοκεντρικό καλλιτεχνικό σύστημα. «Στην Αλεξανδρούπολη μεγάλωσα, εδώ είναι οι φίλοι και η οικογένειά μου, εδώ νιώθω καλά και λειτουργώ σε ανθρώπινο επίπεδο. Εδώ νιώθω ελεύθερος. Στην Αθήνα το μάξιμουμ που έχω μείνει είναι δύο βδομάδες. Μου τη σβουράει μετά. Ο τόπος μου, η Αλεξανδρούπολη, είναι η γείωσή μου», εξηγεί. Του λέω ότι κάποιος καχύποπτος ή πονηρός θα σκεφτόταν πως η απόφασή του να διαμένει και να δημιουργεί στη γενέτειρά του είναι μέρος ενός αντισυμβατικού πακέτου που ο ίδιος έχει αποφασίσει να πουλά ως δημόσια εικόνα του. «Τι να του πω εγώ του πονηρού; Πες του να μην το αγοράσει αυτό αν νομίζει ότι το πουλάω. Ας αγοράσει κάτι άλλο. Επιλογές στην αγορά υπάρχουν πολλές. Ας πάρει ό,τι γουστάρει», απαντά γελώντας.

«Περιμένω να πιάσω τον δίσκο στα χέρια μου»

Η ζωή και η καθημερινότητά του μοιάζουν να κινούνται σε σταθερή τροχιά γύρω από τις ρίμες, τη μουσική, τη δημιουργία. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πώς είναι μια τυπική μέρα του. «Πώς είναι μια μέρα μου; Ομορφη θα ’λεγα. Συνήθως σηκώνομαι γύρω στις 10-11 το πρωί, θα πιω τον καφέ μου, θα μπω στο στούντιο μέχρι το απόγευμα και το βραδάκι θα πάμε με τους φίλους μου για κάνα κρασί, να αράξουμε σε καμιά ταβερνούλα ή για ποτό. Ανθρώπινα πράγματα, νορμάλ.

Κάνω βόλτες στην εξοχή, στρώνω και καρό τραπεζομάντιλα…» λέει γελώντας. Δηλαδή δεν αποστασιοποιείται ποτέ από την τέχνη του; Δεν μπορεί… «Συνήθως όταν ολοκληρώνω ένα άλμπουμ, όπως τώρα καλή ώρα, και είμαι στη φάση που περιμένω να κυκλοφορήσει, δεν έχω καμία επαφή με τη μουσική. Αν με βάλεις στο στούντιο, νομίζω, θα χοροπηδήσω. Με το που θα βγει το άλμπουμ, θα μου δημιουργηθεί η ανάγκη να ξαναμπώ στο στούντιο. Τώρα είμαι στη φάση που περιμένω να πιάσω τον δίσκο στα χέρια μου. Νιώθω ευλογημένος κάθε φορά που έχω τη δυνατότητα να βλέπω και να ακούω τη δημιουργία μου. Να την αγγίζω και να τη μυρίζω. Το άλμπουμ θα βγει κοντά στο Πάσχα. Θα λέγεται “Ακόμα Ονειρεύομαι”».

Του λέω ότι ο τίτλος είναι κάπως σημαδιακός για μια χώρα που βολοδέρνει στην κρίση τα τελευταία έξι χρόνια. «Ο τίτλος έχει σχέση με όλους τους ανθρώπους που ζούνε σε αυτό τον ευλογημένο τόπο. Γίνονται πάρα πολλά πράγματα γύρω μας, καθένας με τον τρόπο του περνάει δυσκολίες, όμως δεν πρέπει να πάψουμε να ονειρευόμαστε. Και εγώ λέω στον εαυτό μου ότι ή θα με πάρει από κάτω, θα γίνω γραφικός και θα αρχίσω να τρελαίνομαι ή θα συνεχίσω να ονειρεύομαι και να κάνω αυτά που κάνω με αγάπη και, κυρίως, με μεράκι. Τους στόχους που έχουμε πρέπει να τους κυνηγάμε, άσχετα από την κατάσταση που επικρατεί γύρω. Ναι, υπάρχει μια γενικότερη θολούρα που πρέπει να ξεδιαλύνει. Ξέρεις τι πιστεύω; Οτι πρέπει να φτάσουμε στο μηδέν, να ξέρουμε τι έχουμε για να μπορέσουμε να επανεκκινήσουμε. Πρέπει πρώτα να βρούμε τις βάσεις μας», λέει.

Τελικά, ποιος είναι ο άνθρωπος που τον έχει καθορίσει; Ποιος διαμόρφωσε αυτό τον δυναμικό και έξω καρδιά τύπο, που όμως όσο εξωστρεφής και άνετος κι αν δείχνει είναι τελικά ένας άνθρωπος που δεν έχασε ποτέ την επαφή με το συναίσθημά του; «Ο πατέρας μου με καθόρισε. Με αφορά πολύ η άποψή του, τον σέβομαι, τον ακούω με προσοχή, έχει αποδείξει καθώς μεγάλωνα ότι ήταν δίπλα μου επί της ουσίας. Δεν είναι άνθρωπος των λόγων, αλλά των πράξεων ο πατέρας μου. Δεν θα σου χρυσώσει το χάπι, αλλά θα σου πει την αλήθεια. Σέβομαι τους ανθρώπους που μου λένε την αλήθεια ώστε να μπορώ να γίνω καλύτερος. Προτιμώ την αλήθεια παρά τα εύηχα λόγια που θα με αφήσουν βαλτωμένο. Δεν είμαι άνθρωπος της βολής».

Πηγή: Πρώτο Θέμα