Σχέδιο διασφάλισης της…ομερτά

Ακόμα και αν εγκριθεί η ενημέρωση του θύματος των υποκλοπών μετά από… τρία χρόνια, θα μάθει κατόπιν σχετικού αιτήματός του μόνο, ότι παρακολουθούνταν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αλλά όχι και τους λόγους της παρακολούθησής του, αφού το υλικό παρακολούθησης θα έχει διαγραφεί μετά από έξι μήνες

Νέα καραμπινάτη επιχείρηση συγκάλυψης αποδεικνύεται η -πολυδιαφημισμένη από την κυβέρνηση και από το πόρισμα της Ν.Δ. στην εξεταστική- «επαναξιολόγηση» της διαβόητης κυβερνητικής τροπολογίας του 2021, που απαγόρευσε με αναδρομική ισχύ τη δυνατότητα γνωστοποίησης των υποκλοπών στους θιγόμενους που παρακολουθούνταν για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Παρότι χθες η κυβέρνηση προχώρησε, για τα μάτια του κόσμου, σε σχετικές αλλαγές στο πλαίσιο, αντί να τις κάνει στην κατεύθυνση της επιστροφής της δυνατότητας στα θύματα των παρακολουθήσεων να μαθαίνουν για αυτές, θέσπισε τέτοιες προϋποθέσεις και προβλέψεις, των οποίων ο μοναδικός σαφής στόχος είναι βέβαια η διασφάλιση της ομερτά.

H Όλγα Κεφαλογιάννη χθες το πρωί τόνισε (Open) ότι η απαγόρευση ενημέρωσης από την ΑΔΑΕ όσων έχουν παρακολουθηθεί είναι αντισυνταγματική και θα πρέπει να επανέλθει το προηγούμενο καθεστώς​ ​EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ

Αντιδράσεις

Θυμίζουμε ότι η τροπολογία αυτή (άρ. 87 του νόμου 4790/2021) έχει επικριθεί ακόμα και μέσα από τη Ν.Δ., από στελέχη όπως ο Νικήτας Κακλαμάνης και η Όλγα Κεφαλογιάννη. Η κ. Κεφαλογιάννη μάλιστα χθες το πρωί επανέλαβε τη σαφή διαφοροποίησή της από την κυβερνητική γραμμή στο ζήτημα, επισημαίνοντας (Open) ότι για την επιτροπή θεσμών και διαφάνειας και την ΑΔΑΕ δεν υπάρχει απόρρητο ενώ τόνισε ότι «θα πρέπει η αντισυνταγματική, όπως έχουν ούτως ή άλλως πει όλοι οι συνταγματολόγοι της χώρας, διάταξη που απαγορεύει σε κάποιον που έχει παρακολουθηθεί να ενημερωθεί από την ΑΔΑΕ, αυτό θα πρέπει να επανέλθει».

Παρ’ όλα αυτά το απόγευμα η κυβέρνηση, θέτοντας σε δημόσια διαβούλευση τις περιβόητες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία της ΕΥΠ τις οποίες εδώ και καιρό διαφήμιζε ως πυροτέχνημα για να αποπροσανατολίσει από τις ευθύνες της, κινήθηκε στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Διότι μετά τις αλλαγές αυτές το θύμα των υποκλοπών και πάλι δεν θα μπορεί να μάθει για την παρακολούθησή του ανά πάσα στιγμή. Θα πρέπει, λέει, να περάσουν τρία χρόνια «από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που αφορά άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από το καθ’ ου η άρση πρόσωπο, […] υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε». Και εκτός από την πάροδο τριών χρόνων χρειάζεται, λέει, και «απόφαση τριμελούς οργάνου», όπου «στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από την ΕΥΠ, το όργανο αποτελείται από τον διοικητή της, τον εισαγγελικό λειτουργό […] και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ» και «στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από τη ΔΑΕΕΒ (Αντιτρομοκρατική), το όργανο αποτελείται από τον διευθυντή της ΔΑΕΕΒ, τον εισαγγελικό λειτουργό […] και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ».

Και η κρίσιμη λεπτομέρεια που διαβάζουμε στο τέλος του άρθρου 4 είναι ότι «στην περίπτωση που αποφασισθεί η ενημέρωση, το καθ’ ου η άρση πρόσωπο ενημερώνεται μόνο για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του». Με άλλα λόγια, ακόμα και αν εγκριθεί η ενημέρωση του θύματος μετά από τρία χρόνια, η λεξούλα «μόνο» καθιστά σαφές ότι θα μάθει μόνο ότι παρακολουθούνταν και από πότε μέχρι πότε. Οχι δηλαδή τους λόγους της παρακολούθησής του.

Διαβάστε ακόμη  Η Αλεξανδρουπολίτισσα Μάγδα Κεπεσίδου θα βρεθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού

Αλλά προσθέστε σε όλα αυτά και το εξής: «Μετά την πάροδο έξι μηνών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων διαγράφεται αυτόματα από το σύστημα» και μάλιστα «κατόπιν γραπτής πρότασης της επισπεύδουσας Διεύθυνσης ή Τμήματος και έγκρισης του διοικητή της ΕΥΠ ή του διευθυντή της ΔΑΕΕΒ κατά περίπτωση, μπορεί να διαγραφεί από το σύστημα υλικό που αποτυπώθηκε και πριν τη συμπλήρωση των έξι μηνών, εάν συντρέχει ειδικός λόγος προς τούτο». Αρα ο μεν παρακολουθούμενος θα μπορεί να μάθει ότι παρακολουθήθηκε (ύστερα από απόφαση τριμελούς οργάνου) μετά από τρία χρόνια, αλλά το υλικό της παρακολούθησής του θα έχει διαγραφεί ήδη στους 6 μήνες ή και νωρίτερα.

Και όλα αυτά ενώ η σχετική έκθεση της ΑΔΑΕ αποτελεί ηχηρό ράπισμα προς την κυβέρνηση, επισημαίνοντας ότι «όπως έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ, το ζήτημα της εκ των υστέρων -μετά το πέρας της άρσης του επικοινωνιακού απορρήτου- γνωστοποίησης στον θιγόμενο, ότι είχε κατά το παρελθόν διαταχθεί εις βάρος του το εν λόγω μέτρο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ζήτημα της αποτελεσματικής προσφυγής, άλλως με την εκ μέρους του θιγομένου δυνατότητα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων προκειμένου να υπερασπισθεί τα δικαιώματα και έννομα συμφέροντά του απέναντι σε κάθε τυχόν μη σύννομη ή καταχρηστική και δυσανάλογη εις βάρος του χρήση του μέτρου» και τονίζοντας πως «η απουσία υποχρέωσης γνωστοποίησης στον θιγόμενο σε οποιοδήποτε στάδιο είναι ασύμβατη με την ΕΣΔΑ, καθώς στερεί από τον θιγόμενο τη δυνατότητα να αιτηθεί επανόρθωση για παράνομη επέμβαση στο δικαίωμά του βάσει του άρθρου 8 και, ως εκ τούτου, καθιστά τα διαθέσιμα βάσει του εθνικού δικαίου ένδικα μέσα προσχηματικά και απατηλά, παρά πρακτικά και αποτελεσματικά».

Ταφόπλακα

«Το σχέδιο νόμου του κ. Μητσοτάκη για τις παρακολουθήσεις αποτελεί νομοθετική ταφόπλακα στην προσπάθεια να έρθει η αλήθεια στο φως. Και επιβεβαιώνει με πανηγυρικό τρόπο την ενοχή του», σχολίασε ο ΣΥΡΙΖΑ, επισημαίνοντας πως «ο κ. Μητσοτάκης επιχειρεί την επισημοποίηση της ομερτά και τη θεσμοθέτηση της επιχείρησης συγκάλυψης του σκανδάλου. Παρά τις επισημάνσεις των ευρωπαϊκών θεσμών και της ΑΔΑΕ, παρά την αντίθεση σύσσωμης της αντιπολίτευσης, φέρνει ένα έκτρωμα για να μπορέσει να κρυφτεί για τρία χρόνια.

Δεν επαναφέρει σε ισχύ τη διάταξη που κατάργησε, και μάλιστα αναδρομικά, για τη δυνατότητα ενημέρωσης του παρακολουθούμενου.

Αντιθέτως, προβλέπεται ότι σχετικό αίτημα μπορεί να διατυπωθεί τρία χρόνια μετά τη λήξη της παρακολούθησης». Και σημειώνει:

«Με άλλα λόγια, μέχρι τις εκλογές δεν θα ξέρουμε ποιος ήταν ο λόγος εθνικής ασφάλειας για τον οποίον παρακολουθούνταν όχι μόνο ο κ. Ανδρουλάκης ή ο κ. Κουκάκης, αλλά και όσα άλλα θύματα παρακολουθήσεων από το Predator ενδεχομένως βρίσκονταν και σε παράλληλη επισύνδεση από την ΕΥΠ».

Πηγή: efsyn.gr