Συγχωνεύσεις στην υγεία : Επιστρέφει ο εφιάλτης για το νοσοκομείο Διδυμοτείχου

Οι νέες δηλώσεις του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ότι «δεν γίνεται να έχουμε τρία
νοσοκομεία μέσα σε ακτίνα 20-30 χιλιομέτρων», σε συνδυασμό με το πρωτοσέλιδο των Νέων για
τις επερχόμενες «συγχωνεύσεις στην υγεία» προκαλούν μεγάλη ανησυχία στον Έβρο σχετικά με το
μέλλον του νοσοκομείου Διδυμοτείχου.
Εξάλλου, επί κυβέρνησης Σαμαρά, το νοσοκομείο του βορείου Έβρου είχε «απορροφηθεί»
διοικητικά και οικονομικά από το νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, γεγονός που είχε προκαλέσει
τεράστια προβλήματα στη λειτουργία του, αντιδράσεις και ανασφάλεια στο προσωπικό, αλλά και
τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, για ενδεχόμενο λουκέτο ή υποβάθμισή του, πχ σε Κέντρο
Υγείας. Αυτός ο εφιάλτης φοβούνται κάποιοι ότι επιστρέφει και μάλιστα την στιγμή που η

πανδημία απέδειξε την τραγική κατάσταση του ΕΣΥ. Ενδυνάμωση του ΕΣΥ, περισσότερες δομές
υγείας και προσλήψεις, είναι το ζητούμενο, και όχι συγχωνεύσεις, υποβαθμίσεις και λουκέτα.

Στο μικροσκόπιο ειδικών το μέλλον του ΕΣΥ
Τις στρεβλώσεις του παρωχημένου (πλέον) συστήματος έχουν ξεκινήσει να αποτυπώνουν στην
αναλυτική τους έκθεση – που θα αποτελέσει το θεμέλιο των επερχόμενων παρεμβάσεων, οι οποίες
συνοψίζονται σε συγχωνεύσεις νοσοκομείων και κλινικών αλλά και σε κατάργηση ή μετατροπή
ρόλου συγκεκριμένων υγειονομικών μονάδων – τα μέλη ειδικής επιτροπής που έχει συσταθεί υπό
την ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Πρόκειται για έμπειρα στελέχη με ενδελεχή γνώση του
πολύπαθου τομέα της Υγείας – όπως οι καθηγητές Ιωάννης Ν. Υφαντόπουλος, Νίκος Πολύζος,
Γιάννης Τούνιας, Κυριάκος Σουλιώτης – που έχουν προειδοποιήσει κατά καιρούς για την επείγουσα
ανάγκη ανασυγκρότησης. Υπενθυμίζεται δε, ότι ακριβώς μια δεκαετία πριν οι δυσλειτουργίες του
συστήματος είχαν μπει ψηλά στην τότε κυβερνητική ατζέντα ως προαπαιτούμενο των μνημονιακών
δεσμεύσεων.
Όμως, οι σφοδρές αντιδράσεις που προκάλεσαν τα τότε σχέδια ήταν μία από τις αιτίες που
τολμηρές πλην όμως θεραπευτικές προσεγγίσεις παρέμειναν στα… συρτάρια. Πλέον, όμως, η
πανδημική εμπειρία αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει περιθώριο για καθυστερήσεις ούτε και για
πολιτική ατολμία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υπογραμμίσει ότι η πανδημία ανέδειξε ξεκάθαρα ένα ΕΣΥ «δύο
ταχυτήτων», προσθέτοντας με νόημα ότι «δεν γίνεται να έχουμε τρία νοσοκομεία μέσα σε ακτίνα
20-30 χιλιομέτρων».
Τα παραδείγματα είναι πολλά: Το Λασίθι αποτελεί μία «ιδιάζουσα» περίπτωση όπου λειτουργούν
τέσσερις δομές δευτεροβάθμιας φροντίδας, όμως παρά τις δυσκολίες του οδικού άξονα ο
κατακερματισμός αυτός υπερβαίνει τις ανάγκες των περίπου 75.000 κατοίκων. Αντίστοιχο
«μοντέλο» εφαρμόζεται στον νομό Βοιωτίας όπου σε απόσταση λιγότερη των 50 χλμ. βρίσκονται τα
νοσηλευτικά ιδρύματα Λιβαδειάς και Θήβας αλλά και στον νομό Αργολίδας όπου οι δομές του
Αργους και του Ναυπλίου απέχουν μόλις 15 χλμ.
Τα παράδοξα, όμως, δεν σταματούν εδώ: Το νοσοκομείο της Κέρκυρας που αποτελεί ένα
«διαμάντι» του ΕΣΥ σε ό,τι αφορά τις κτιριακές του εγκαταστάσεις αλλά και τον τεχνολογικό του
εξοπλισμό είναι μονίμως υποστελεχωμένο, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να απευθύνονται σε
νοσοκομεία της Αττικής ή των Ιωαννίνων.
Οι δρομολογούμενες συγχωνεύσεις και καταργήσεις εντούτοις δεν αφορούν μόνον νοσοκομειακές
δομές αλλά και εργαστήρια και εξοπλισμό σε μία προσπάθεια εξορθολογισμού των διαθέσιμων
δυνάμεων με στόχο τη δημιουργία ενός ευέλικτου και αποδοτικού συστήματος. Συνεπώς, στο
μικροσκόπιο βρίσκονται και τα νοσοκομεία της Αττικής.
Ανάμεσα στις χαρακτηριστικές περιπτώσεις κατασπατάλησης έμψυχων και άψυχων πόρων – όπως
αναφέρουν στα «ΝΕΑ» καλά πληροφορημένες πηγές για εκείνα που δρομολογούνται – είναι και η
πληθώρα νευροχειρουργικών κλινικών στην επικράτεια: Συνολικά είναι 23 όταν σύμφωνα με τους
πληθυσμιακούς δείκτες αρκούν μόλις 13 (σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα).
Επιπρόσθετα όμως καταγράφεται μία ακόμη στρέβλωση που λειτουργεί ως «μαύρη τρύπα»: Η
πληρότητα αρκετών περιφερειακών νοσοκομείων δεν ξεπερνά το 50% με αποτέλεσμα να μην είναι

βιώσιμα, την ώρα που η χώρα πάσχει από δομές μετανοσοκομειακής φροντίδας (όπως είναι τα
κέντρα αποκατάστασης, οι μονάδες χρονίως πασχόντων κ.ο.κ.).
Αντιστρόφως ανάλογα, μεγάλα νοσηλευτικά ιδρύματα (π.χ. πανεπιστημιακά) καταγράφουν
πληρότητα άνω του 90% με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται ράντζα (μια ακόμη… μαύρη σελίδα του
ΕΣΥ), όταν το αντίστοιχο ποσοστό δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 70% ώστε να είναι σε θέση να
αντιμετωπίσουν έκτακτες, αυξημένες ανάγκες.

(από aftodioikisi.gr)