Με τα τελευταία της 10 ευρώ στο super market… Σκέψεις και αναμνήσεις

Νωρίς το πρωί σήμερα πίνοντας τον καφέ μου χάζευα στο youtube. Στην οθόνη μου ανάμεσα σε άλλα πέρασε ένα video από παλιά κωμική ελληνική σειρά της δεκαετίας του 90, συγκεκριμένα της περιόδου 1996-1997. Παρακολούθησα για λίγο το επεισόδιο που διακωμωδούσε την κρίση στην αγορά με δραχμή τότε, τη λιτότητα με σκοπό η Ελλάδα να μπει στη νομισματική ένωση, στο ευρώ. Ο προβληματισμός της εποχής ήταν η άνοδος των τιμών, σε μια Ελλάδα που είχε βυθιστεί στον καταναλωτισμό αλλά και στη μεγαλομανία. Τα νοικοκυριά ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο ποιο θα έχει τα πιο ακριβά έπιπλα, τον πιο ακριβό και χλιδάτο εξοπλισμό. Έπρεπε να γίνουμε “Ευρώπη” και ο δρόμος που έδειχναν τα media ήταν ο καταναλωτισμός, ενώ η λύση που στήριξαν για να τον τονώσουν ήταν τα δάνεια.

Φυσικά η κρίση της εποχής δεν έμοιαζε στην καθημερινότητα με την σημερινή. Ούτε καν την ακουμπούσε. Κρίση την εποχή εκείνη ήταν για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ότι δεν ανέβαιναν τόσο οι μισθοί ώστε να μπορούν όλοι να έχουν πολυτελή αυτοκίνητα, να μπορούν όλοι να κάνουν ακριβές διακοπές -συχνά στο εξωτερικό-, να μπορούν όλοι να είναι “σικ” και “Ευρωπαίοι”. Η επικρατούσα άποψη για μια καλή επαγγελματική αποκατάσταση ήταν ο διορισμός στο δημόσιο με παρέμβαση του γνωστού μπάρμπα…

Παρακολούθησα για λίγα λεπτά την παλιά τηλεοπτική σειρά και στο μυαλό μου ήρθαν δεκάδες αναμνήσεις από την εποχή εκείνη. Μηχανικά ετοιμάστηκα να φύγω για κάποιες δουλειές μεταξύ αυτών να περάσω για 2-3 πράγματα από το super market. Φτάνοντας στο super market, το αυτί μου έπιασε το διάλογο του κρεοπώλη με μια κυρία, 60-70 ετών. Του ζητούσε αναλυτικές πληροφορίες για κάθε τύπο κρέατος ρωτώντας “με τρόπο” και για την τιμή του κρέατος γιατί όπως είπε “δεν έβλεπε καλά” και δε μπορούσε να διαβάσει τις τιμές στα καρτελάκια. Προχώρησα για να βρω τα 2-3 πράγματα που χρειαζόμουν και λίγο αργότερα κατευθύνθηκα στο ταμείο. Μπροστά μου η ίδια κυρία, ήταν η σειρά της να πληρώσει. Άφησε πάνω στον πάγκο ένα κουτάκι γάλα και μια συσκευασία με λεπτά λουκάνικα. Από το διάλογο της με την ταμεία κατάλαβα ότι γνωρίζονται. “Είπα να δοκιμάσουμε από αυτά τα λουκάνικα, είναι άραγε καλά; Είναι πολύ φτηνά, θα τρώγονται;” λέει στην κοπέλα στο ταμείο. “Μια χαρά είναι τα έχω δοκιμάσει” της απαντάει η ταμίας. Η κυρία έβγαλε από το πορτοφόλι ευλαβικά 10 ευρώ… “Το τελευταίο μου είναι, πληρώσαμε δόση στην τράπεζα και έχει αδειάσει το ψυγείο. Με αυτό πρέπει να ζήσουμε λίγες μέρες. Αχ… πως ήμασταν και πως καταντήσαμε”… Η ταμίας χαμογέλασε με κατανόηση βάζοντας της το γάλα και τα λουκάνικα σε μια σακούλα.

Ήταν αδύνατον να μην κάνω συγκρίσεις επηρεασμένος από το “ταξίδι” μέχρι τη δεκαετία του 90, λίγη ώρα πριν. Η σημερινή κυρία στο super market είναι η μέση Ελληνίδα γιαγιά. Τη δεκαετία του 90 θα ήταν ένα περιστατικό ακραίας φτώχειας.  20 χρόνια μετά, γίναμε Ευρώπη λοιπόν. Φτωχύναμε τόσο που ένας τέτοιος διάλογος σε super market είναι μια σχεδόν καθιερωμένη καλημέρα. Η λιτότητα του 90 έγινε “οικονομικό θαύμα” για μερικά χρόνια και στη συνέχεια έγινε οικονομικός εφιάλτης. Εφιάλτης που έχει ενσωματωθεί σε τέτοιο βαθμό στην πραγματικότητα ώστε εδώ και χρόνια να ζούμε μέσα σε αυτόν περιμένοντας κάποιον να τον σταματήσει για εμάς καθώς το μυαλό μας έχει κουραστεί τόσο που αδυνατεί να μας ξυπνήσει. Να μας ξυπνήσει για να καταλάβουμε τα λάθη δεκαετιών, να καταλάβουμε τι πραγματικά μας έχει συμβεί και να προχωρήσουμε επιτέλους μπροστά διορθώνοντας τα. Προς το παρόν διόρθωση για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, παραμένει ο πόθος για επιστροφή στην εποχή που χρησιμοποιούσαμε τα “τζάμπα” δεκαχίλιαρα των τραπεζών και κατόπιν τα “τζάμπα” πενηντάευρα, για να κάνουμε αέρα. Τι έχει αλλάξει λοιπόν από τη δεκαετία του 90 έως σήμερα; Είμαστε σαφώς φτωχότεροι…αλλά καθόλου εξυπνότεροι… Η κρίση όμως έχει παραμείνει ακριβώς ίδια. Είναι βαθιά ριζωμένη στις αντιλήψεις μας, στην καθημερινότητα μας, στην υπόσταση μας ως πολίτες και στην άκρατη απαξίωση των πολιτικών που εμείς επιλέξαμε να μας κυβερνήσουν, δεκαετίες τώρα. Τα κάναμε σαλάτα και για να μη ξεβολευτούμε από την μιζέρια που έχει γίνει πλέον κουλτούρα μας, προτιμούμε να συνοδεύσουμε τη σαλάτα με φτηνό βραστό λουκάνικο, αναμένοντας κάποιον άλλον να μας σώσει και να κάνει το φτηνό λουκάνικο…μπον φιλέ.

Ανδρέας Χονδρός