Τα παχύσαρκα παιδιά δυσκολεύονται να αντισταθούν στην θέα του φαγητού διότι ο εγκέφαλός τους λειτουργεί διαφορετικά απ’ αυτόν των παιδιών με φυσιολογικό βάρος, υποστήριξαν μεξικανοί ερευνητές στο ετήσιο συνέδριο της Εταιρείας Ακτινολογίας Βορείου Αμερικής, στο Σικάγο.
Συγκεκριμένα, επιστημονική ομάδα του Παιδιατρικού Νοσοκομείου «Federico Gomez» της Πόλης του Μεξικό, παρατήρησε ότι οι μυρωδιές των τροφών ενεργοποιούσαν τμήματα του εγκεφάλου που σχετίζονται με την παρορμητική συμπεριφορά και την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κάτι που δεν συνέβαινε στα παιδιά με φυσιολογικό βάρος.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δύο είδη μαγνητικής τομογραφίας (MRI) για να συγκρίνουν τα απεικονιστικά αποτελέσματα 30 παιδιών, 6-10 ετών. Κατά τη διάρκεια των MRI τα παιδιά μύριζαν σοκολάτα, κρεμμύδια και αραιωμένη ακετόνη, το ενεργό συστατικό δηλαδή του ασετόν.
Τα μισά παιδιά είχαν Δείκτη Μάζας Σώματος 19-24, δηλαδή είχαν φυσιολογικό βάρος και τα άλλα μισά είχαν ΔΜΣ 30 και άνω, δηλαδή ήταν παχύσαρκα.
Όταν τα παχύσαρκα παιδιά μύριζαν σοκολάτα ή κρεμμύδια, καταγραφόταν δραστηριότητα στο τμήμα του εγκεφάλου τους που εμπλέκεται στις παρορμητικές αποφάσεις, κάτι που δεν παρατηρήθηκε στο τμήμα του εγκεφάλου που ελέγχει την παρόρμηση για φαγητό.
Όταν τα παιδιά με φυσιολογικό βάρος μύριζαν τροφές, καταγράφηκε δραστηριότητα στο τμήμα του εγκεφάλου που σχετίζεται με την ρύθμιση της απόλαυσης, τον προγραμματισμός και την συναισθηματική επεξεργασία ή την μνήμη.
Επίσης, οι εγκεφαλικές αντιδράσεις στα παχύσαρκα παιδιά ήταν μεγαλύτερες όταν μύριζαν σοκολάτα και κρεμμύδια, συγκριτικά με τις αντιδράσεις των φυσιολογικών παιδιών. Τέλος, όταν τα παχύσαρκα παιδιά μύρισαν ακετόνη, ενεργοποιήθηκαν εγκεφαλικά τμήματα που σχετίζονται με τις αναμνήσεις και την αξιολόγηση του κινδύνου.
«Η μελέτη αποδεικνύει ότι ο εγκέφαλος των παχύσαρκων παιδιών λειτουργεί διαφορετικά και θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η παχυσαρκία δεν προκαλείται από την έλλειψη βούλησης ελέγχου της τροφής. Υπάρχουν βιολογικές διαδικασίες που συντελούν στην θερμιδική ανισορροπία» υπογράμμισαν οι ερευνητές.
Πηγή: health.in.gr