«Δεν δικαιούται, και ιδίως υπό αυτές τις συνθήκες ελεγχόμενης πίεσης, να ενημερώνει ότι το σύστημα οσονούπω θα καταρρεύσει, αυτός που είναι ΑΡΜΟΔΙΟΣ ώστε ΝΑ ΜΗΝ καταρρεύσει», διατρανώνει σε ανάρτησή του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ο Βασίλης Τσαουσίδης, καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, σχολιάζοντας την ανάρτηση της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας, Μίνας Γκάγκα, περί του ενδεχομένου οι γιατροί να αναγκαστούν να διαλέγουν ποιος θα διασωληνωθεί στις ΜΕΘ, μεταξύ των ασθενών με COVID-19 και άλλων με έτερα νοσήματα, όπως εγκεφαλικά.
Αναφερόμενος και στη φράση της κ. Γκάγκα “Έχουμε περισσότερα κρούσματα από ποτέ”, ο κ. Τσαουσίδης εξηγεί ότι η Ελλάδα δεν καταγράφει περισσότερα κρούσματα από ποτέ. «Απλώς καταγράφουμε περισσότερα κρούσματα. Τα 3-4 χιλιάδες κρούσματα κρούσματα στο προηγούμενο (3ο) κύμα ήταν αποτέλεσμα 30-50 χιλιάδων καθημερινών τέστ με θετικότητα 6-8%. Τα 2-3 χιλιάδες καθημερινά κρούσματα του 2ου κύματος ήταν αποτέλεσμα 25-30 χιλιάδων τεστ με θετικότητα 8-10%. Αν θέλουμε (κακώς, αλλά αν επιμένουμε) να αποτυπώσουμε την πίεση του συστήματος σήμερα με βάση τα κρούσματα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα 300-400 χιλιάδων καθημερινών ελέγχων, τότε σε σύγκριση με τα προηγούμενα κύματα τα αντίστοιχα καθημερινά κρούσματα θα έπρεπε να είναι 10-15 χιλιάδες, αντίστοιχα. Ο αριθμός αυτός δεν προκύπτει μόνο με αναγωγή στη θετικότητα – αυτό θα ήταν λανθασμένη και άδικη μέθοδος καθώς η θετικότητα τώρα έχει άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά λόγω της υποχρεωτικότητας των τεστ. Προκύπτει κυρίως ως αποτέλεσμα του αριθμού κρουσμάτων που χρήζουν νοσηλείας και δεν δίνεται έτσι βαρύτητα σε πολλές περιπτώσεις που τώρα καταγράφονται ως θετικές είναι όμως υγειονομικά ανώδυνες. Επομένως, ο αριθμός κρουσμάτων παρουσιάζεται παραπλανητικά ως δείκτης (μιας υπερβολικά και σκοπίμως διογκωμένης) πίεσης που εμφανίζεται να είναι όμοια ή και μεγαλύτερη από αυτήν των προηγούμενων κυμάτων. Στην πραγματικότητα όμως η πίεση του συστήματος υγείας μέχρι τώρα ήταν συγκριτικά πολύ μικρότερη και αυτό αποτυπώνεται από καταλληλότερους δείκτες».