Πανελλήνιες 2022: Μείωση των θέσεων εισακτέων των κεντρικών Πανεπιστημίων 

Ένα ακόμη εμπόδιο στις Πανελλήνιες εξετάσεις του Ιουνίου για τους αδύναμους οικονομικά υποψήφιους:  Η παγίδα της ανακατανομής των θέσεων εισακτέων.

Μείωση των εισακτέων στα Πανεπιστήμια Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πάτρας σχεδιάζει το υπουργείο Παιδείας στις Πανελλήνιες Εξετάσεις του Ιουνίου. Μάλιστα την Παρασκευή που μας πέρασε, σε συνέντευξή της στην Κοζάνη, η υπουργός Παιδείας, ανάμεσα σε άλλα, σημείωσε, με τον γνωστό «αθώο» τρόπο της, ότι “θα μειώσουμε τους εισακτέους στα κεντρικά πανεπιστήμια και θα τους αυξήσουμε στα περιφερειακά”.

Θυμίζουμε ότι πέρσι (2021) αφενός ο συνολικός αριθμός εισακτέων είχε μειωθεί κατά 555 σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη χρονιά  (77.415  θέσεις  από  77.970  το 2020) και αφετέρου το υπουργείο Παιδείας είχε προχωρήσει και πάλι σε ανακατανομή θέσεων σε βάρος των κεντρικών Πανεπιστημίων.

Έτσι στα κεντρικά Πανεπιστήμια πέρσι μειώθηκαν  οι θέσεις, στο ΕΚΠΑ  από 6.913  στις  7.765, στο ΑΠΘ από 6.594 στις  6.396, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών από 1.569 στις 1.501, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνας από 1.647 στις 1.563, στο  Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής από 4.928 στις 4.857 και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας  από 1.812 στις 1.748.  Την “πρωτιά” στη μείωση του αριθμού εισακτέων κατείχε  το Πανεπιστήμιο Πατρών καθώς από 7.020  οι θέσεις μειώθηκαν  στις 6.283. 

Θα μπορούσε να πει κανείς, αφελώς, «ωραία και γιατί υπάρχει πρόβλημα»;

Μια διεξοδική ματιά στις συνθήκες και στους όρους εισαγωγής στις φετινές Πανελλαδικές Εξετάσεις φανερώνει ότι το υπουργείο Παιδείας έχει στήσει έναν πολυπλόκαμο μηχανισμό αναχαίτισης των υποψηφίων.

Αν η επιβολή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, ως δρεπανηφόρο άρμα, θα κόψει και πάλι την είσοδο σε χιλιάδες υποψηφίους, αν ο λαβύρινθος των συντελεστών βαρύτητας φέρνει χάος στις επιλογές των υποψηφίων καθώς διαμορφώνει ένα σύστημα επιλογής εξαιρετικά πολύπλοκο, ένας άλλος αθέατος κόφτης, ήδη στήνεται: Η παγίδα της ανακατανομής των θέσεων εισακτέων.

Να το πούμε καθαρά: Η μείωση των θέσεων εισακτέων σε Αθήνα – Θεσσαλονίκη όπου κατοικοεδρεύει η πλειονότητα των υποψηφίων σε συνδυασμό με το υψηλό, στη χώρα μας, ιδιωτικό κόστος σπουδών για τους σπουδαστές εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας, εισάγει έντεχνα και ύπουλα στους τελευταίους και στις οικογένειές τους  ένα κεντρικό δίλημμα: Ή να σπουδάσει το παιδί σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας που συνήθως δεν είναι και της επιλογής του και να κοστίσει 7-8.000 ετησίως ή να απευθυνθεί στα κολέγια που το ΥΠΑΙΘ φρόντισε το πτυχίο τους να έχει πλέον τα ίδια εκπαιδευτικά και επαγγελματικά δικαιώματα, που θα κάνουν τις «σπουδές» της επιλογής τους, που θα ολοκληρώσουν τις «σπουδές» τους νωρίτερα και απλά θα χρεωθούν κάτι παραπάνω. Υπάρχει και τρίτος δρόμος: Η εισαγωγή σε Πανεπιστήμιο εκτός τόπου μόνιμης είναι για κάποιους ένας αθέατος αποκλεισμός.

Ένας νέος αθέατος αποκλεισμός

Σύμφωνα με το ΥΠΑΙΘ, η ανακατανομή του αριθμού των θέσεων υπέρ των περιφερειακών ΑΕΙ και σε βάρος των κεντρικών (κυρίως Αθήνας – Θεσσαλονίκης) ΑΕΙ έχει στόχο «να περιοριστούν οι απώλειες σε περιφερειακά τμήματα χαμηλής ζήτησης λόγω της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ) που θεσμοθέτησε». 

Διαβάστε ακόμη  Καιρός: Προ των πυλών επικίνδυνα φαινόμενα – Κίνδυνος για πλημμύρες

Ωστόσο η μείωση του αριθμού εισακτέων στα Πανεπιστήμια Αθήνας – Θεσσαλονίκης, δηλαδή στα αστικά κέντρα όπου κατοικοεδρεύει η πλειονότητα των υποψηφίων της χώρας (άρα υπάρχει αυξημένη ζήτηση) είναι σίγουρο ότι αφενός δημιουργεί ανοδικές τάσεις στις βάσεις εισαγωγής τους, αφετέρου, αποκλείει μεγαλύτερο αριθμό υποψηφίων σε σχέση με πέρσι ή πρόπερσι.

Όπως είναι γνωστό και αποδεικνύεται και με τα υπάρχοντα στατιστικά δεδομένα οι σχολές και τα τμήματα των ΑΕΙ των μεγαλύτερων αστικών κέντρων της χώρας προσελκύουν τον μεγάλο όγκο των υποψηφίων. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την απουσία φοιτητικής μέριμνας που έκανε απαγορευτικό σε υποψήφιους χαμηλών εισοδημάτων να φοιτήσουν σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας, δημιούργησε ένταση των ανισοτήτων αφού ακόμη και η επιτυχία σε μια σχολή δεν σήμαινε και τη δυνατότητα φοίτησης για τον υποψήφιο. Ακόμη χειρότερα φέτος θα είναι τα πράγματα, καθώς οι οικονομικές συνθήκες είναι πιο επιβαρυμένες για μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού γεγονός που αυξάνει την αγωνία και το άγχος χιλιάδων υποψηφίων όχι μόνο για το αν θα πετύχουν την είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο αλλά και για την περίπτωση να μην υπάρχει η δυνατότητα οικονομικής κάλυψης της φοίτησής τους μετά την εισαγωγή τους.

Η αύξηση των θέσεων εισακτέων σε τμήματα περιφερειακών Πανεπιστημίων (πχ. Αιγαίου, Ιονίου, Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας κλπ πιθανόν να μετριάσει τις ανοδικές τάσεις των βάσεων εισαγωγής και τον αποκλεισμό υποψηφίων. Ωστόσο είναι σίγουρο ότι, για πολλούς υποψήφιους που θα πετύχουν την είσοδό τους σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας ή εκτός πραγματικών επιλογών τους, θα σημαίνει «εικονική επιτυχία», κοντολογίς χωρίς περιεχόμενο. Και αυτό γιατί η οικονομική αδυναμία στήριξης των σπουδών τους γρήγορα θα τους αναγκάσει να τις παρατήσουν αυξάνοντας έτσι το ποσοστό των λεγόμενων «μη ενεργών φοιτητών», που, από την άλλη, είναι και κριτήριο για καταργήσεις ή συγχωνεύσεις τμημάτων. 

Βαθαίνει συνεχώς η αντικοινωνική πολιτική

 Συνεχώς το υπουργείο Παιδείας παράγει μια «νομιμότητα» που αντιστρατεύεται τη λογική και την ηθική. Αλήθεια, ποιος παίρνει υπόψη του τις συνθήκες εγκλεισμού και την απουσία ζωντανής τάξης πέντε μήνες τώρα για τους φετινούς υποψηφίους και ποια είναι η ηθική του υπουργείου Παιδείας, που επιλέγει αυτόν ακριβώς τον χρόνο για να εφαρμόσει την πιο ταξική πολιτική του;

 Είναι φανερό ότι η εξέλιξη αυτή θα προκαλέσει και νέα χαρακιά στο ταλαιπωρημένο, ιδιαίτερα φέτος, σώμα των υποψηφίων. Η αύξηση των θέσεων των περιφερειακών τμημάτων μπορεί να εξελιχτεί σε πρόσκληση σε ανεπιθύμητους καλεσμένους, όταν είναι γνωστό ότι η οικονομική δυσπραγία θα τους αποτρέπει από το να τη δεχτούν.

 Γιατί πόσα νοικοκυριά πλέον μπορούν, σε αυτές τις συνθήκες φτώχειας και ανεργίας, να σπουδάσουν τα παιδιά τους σε Πανεπιστήμιο εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας;