Αλεξανδρούπολη: Κλέφτης ετών 14… Με χειροπέδες και ο πατέρας του για παραμέληση

Συνελήφθησαν προχθές  το μεσημέρι, στην Αλεξανδρούπολη, από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αλεξανδρούπολης, ένας 14χρονος ημεδαπός κατηγορούμενος για διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής και ο 34χρονος πατέρας του, κατηγορούμενος για παραμέληση εποπτείας ανηλίκου.

Συγκεκριμένα, οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον 14χρονο, διότι όπως προέκυψε, κατά το χρονικό διάστημα από 6-8-2018 έως 26-9-2018, εισήλθε σε τέσσερα καταστήματα στην Αλεξανδρούπολη και αφαίρεσε ένα κινητό τηλέφωνο, χρηματικά ποσά και ένα πορτοφόλι, που περιείχε χρηματικό ποσό και διάφορα έγγραφα.

Στην επίσημη ιστοσελίδα της Ελληνικής Αστυνομίας υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την παραβατικότητα ανηλίκων. Μπορείτε να το διαβάσετε παρακάτω:

Η παραβατικότητα των ανηλίκων συνιστά αδιαμφισβήτητα ένα φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας, το οποίο πρέπει να μας απασχολήσει όλους κυρίως λόγω των συνεπειών που επιφέρει στο κοινωνικό σύνολο, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Το νεαρό της ηλικίας των ανηλίκων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εν γένει προσωπικότητά τους βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και ανάπτυξη τη δεδομένη χρονική στιγμή, ουσιαστικά επιτρέπει να αντιληφθούμε την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης πληθυσμιακής κατηγορίας, την κρισιμότητα των όποιων μέτρων προς την κατεύθυνση της ομαλής κοινωνικοποίησής τους, αλλά και την ελπίδα, διότι όλοι οι νέοι, μεταξύ των οποίων και οι ανήλικοι παραβάτες, συνιστούν το μέλλον κάθε κοινωνίας. Για τους λόγους αυτούς, η παρέμβαση των θεσμικών οργάνων της κοινωνίας, αλλά και της πολιτείας ανάγεται σε ζήτημα υψίστης σημασίας και άμεσης προτεραιότητας.

Τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε ενώπιον διαρθρωτικών και ταχύτατων κοινωνικών αλλαγών που συχνά και για ποικίλους λόγους, αδυνατούμε να αφομοιώσουμε. Η παγκοσμιοποίηση, οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες και η πρόοδος των επιστημών, σε όλα τα επίπεδα, είναι μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, το έγκλημα ως γέννημα και αναπόσπαστο μέρος όλων των κοινωνιών, αποκτά και αυτό νέες διαστάσεις, ποιοτικές και ποσοτικές. Οι νέες μορφές εγκληματικότητας, αλλά και η συχνά αναφερόμενη έξαρση της εγκληματικότητας πρέπει να ενταχθούν στο προαναφερόμενο πλαίσιο των κοινωνιών του 21ου αιώνα. Οι ανήλικοι, σαφώς και δεν παραμένουν αμέτοχοι θεατές στην προαναφερόμενη σημερινή εικόνα του εγκλήματος. Αντίθετα, συμμετέχουν και συμμετέχουν ενεργά, αναλαμβάνοντας είτε το ρόλο του θύματος, είτε του θύτη. Ο τελευταίος δε ρόλος, που είναι και αυτός που θα μας απασχολήσει στο πλαίσιο της παρούσας Ημερίδας, θα πρέπει να προσεγγισθεί ιδιαίτερα προσεκτικά, προκειμένου να μην ενισχυθούν φαινόμενα στιγματισμού, που όχι μόνο σε τίποτα δεν βοηθούν, αλλά αντίθετα δυσχεραίνουν σημαντικά το έργο μας.

Έχει μάλιστα προταθεί για την περίπτωση των ανηλίκων να αποφεύγεται ο αρνητικά φορτισμένος όρος «εγκληματικότητα» και να χρησιμοποιείται αντ’ αυτού ο όρος «παραβατικότητα». Σαφώς βέβαια και δεν είναι το όνομα, αυτό που θα επιφέρει τη διαφορά, βοηθά όμως, έως ένα σημείο στην αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ δράστη, θύματος και πολιτείας.

Σε ποιο βαθμό όμως, νομιμοποιείται η πολιτεία να παρέμβει και σε ποια επίπεδα; Μπορεί η παρέμβασή της αυτή να αφορά μόνο τη σφαίρα των δραστηριοτήτων του επισήμου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος, δηλαδή τα όσα άπτονται της αντίδρασης της Αστυνομίας, της Δικαιοσύνης και του Σωφρονιστικού Συστήματος, ή μπορεί να επεκτείνει τη δράση της στο σύνολο των παραγόντων και των φορέων που επηρεάζουν τη δράση των ανηλίκων και συντείνουν με τον τρόπο τους στην εμφάνιση παραβατικών συμπεριφορών; Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι φορείς κοινωνικοποίησης του ατόμου, όπως η οικογένεια, το σχολείο, οι φίλοι κ.λπ., που διαμορφώνουν σε σημαντικό βαθμό το σύστημα αξιών του ανηλίκου. Μπορεί και πρέπει η πολιτεία να παρέμβει στο εσωτερικό του οικογενειακού, σχολικού ή άλλου περιβάλλοντος; Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να μας προβληματίσουν και να μας κατευθύνουν προς την υιοθέτηση των πλέον κατάλληλων μέτρων για το υπό συζήτηση ζήτημα.

Προς αυτή την κατεύθυνση είναι προσανατολισμένο το σύνολο της εισήγησής μου. Προς τα επίπεδα δηλαδή, παρέμβασης που πρέπει να επικεντρώσει τη δράση της η πολιτεία, προκειμένου να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της παραβατικότητας των ανηλίκων, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τόσο τις ιδιαιτερότητές του, όσο και τον πολυσύνθετο χαρακτήρα του. Είναι γεγονός ότι στην περίπτωση του εγκλήματος, είναι καλύτερο το «προλαμβάνειν» παρά το «θεραπεύειν», για το λόγο αυτό ένα σημαντικό μέρος της προσπάθειας από την πλευρά της επίσημης πολιτείας, το μεγαλύτερο θα έλεγα εγώ, πρέπει να αφορά τη λήψη προληπτικών μέτρων, τα οποία θα πρέπει να συμπληρώνονται από τα αντίστοιχα κατασταλτικά, όπου τα τελευταία κρίνονται αναγκαία.

Δεν θα αναφερθώ σε στατιστικά στοιχεία, τα οποία και γνωρίζετε λόγω της επαγγελματικής σας ιδιότητας, αλλά θα ήθελα να σας επισημάνω ότι η πλειονότητα των εμπειριών δεδομένων συνηγορεί υπέρ της ολοένα αυξανόμενης εμπλοκής των νεαρών ηλικιών στην εγκληματικότητα. Το στοιχείο αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι παρατηρείται μια διαρκής αύξηση της εμφανούς παραβατικότητας των ανηλίκων τα τελευταία χρόνια. Βέβαια, στο σημείο αυτό και πριν συνάγουμε τα όποια συμπεράσματά μας, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη και το ρόλο του μεγάλου σκοτεινού αριθμού εγκληματικότητας που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη μορφή παραβατικής συμπεριφοράς.

Απέναντι σε αυτές τις συμπεριφορές και στο εν γένει ζήτημα που δημιουργείται αναφορικά με τις διαστάσεις και τις συνέπειες του φαινομένου στην κοινωνία, η πολιτεία μπορεί και πρέπει να αντιδράσει σε τρία επίπεδα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται τρεις τύπου κοινωνικής αντίδρασης, που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες του πληθυσμού των ανηλίκων και επιχειρούν να υλοποιήσουν μερικότερους στόχους, με γνώμονα πάντα το γενικό στόχο, που δεν είναι άλλος από τη μείωση της παραβατικότητας των ανηλίκων και την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος.

Συγκεκριμένα, οι πρωτογενείς αντιδράσεις αφορούν το σύνολο των ανηλίκων και επιχειρούν να περιορίσουν την πιθανότητα εκδήλωσης παραβατικής συμπεριφοράς, διαμέσου της βελτίωσης των συνθηκών του ευρύτερου περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εντάσσονται.

Οι δευτερογενείς αντιδράσεις δεν στρέφονται πλέον προς το σύνολο των ανηλίκων, αλλά μόνο προς εκείνους που κινδυνεύουν βάσιμα να διαπράξουν παραβατική συμπεριφορά, λόγω των δυσχερών συνθηκών ζωής τους. Πρόκειται για παράδειγμα για άτομα που προέρχονται από διαλυμένες οικογένειες, επιβιώνουν σε εξαιρετικά άθλιες συνθήκες ζωής, συναναστρέφονται με άτομα που ενδέχεται να τα ωθήσουν στην παραβατικότητα κ.λ.π. Βέβαια, το εξαιρετικά δύσκολο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να εντοπισθούν έγκαιρα αυτές οι κατηγορίες των ανηλίκων, ώστε η παρέμβαση να επέλθει πριν από την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς. Κι αυτό, διότι σε αυτή την περίπτωση θα μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστική πρόληψη. Στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι σχετικές προσπάθειες στέφονται με επιτυχία, εφαρμόζονται διάφορα κοινωνικά και παιδαγωγικά μέτρα αγωγής και προστασίας, στα οποία θα αναφερθούμε και στη συνέχεια.

Τέλος, οι τριτογενείς αντιδράσεις στρέφονται προς ανηλίκους που έχουν ήδη παραβατήσει και επιχειρούν την καλύτερη δυνατή επανένταξή τους στην κοινωνία και τη μείωση της υποτροπής. Στις αντιδράσεις αυτού του τύπου εντάσσεται και η ποινική παρέμβαση της εκάστοτε πολιτείας.

Διαβάστε ακόμη  100 δέντρα (ως τώρα) κομμένα για την…«Αστική αναζωογόνηση» της Αλεξανδρούπολης

Σαφώς όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε, στόχος όλων των προσπαθειών είναι η επέκταση των μέτρων πρωτογενούς και δευτερογενούς παρέμβασης και η αντίστοιχη συρρίκνωση των μέτρων τριτογενούς παρέμβασης, λόγω της μειωμένης αποτελεσματικότητάς τους.

Ας επικεντρωθούμε στο σημείο αυτό, στη συνοπτική παρουσίαση των κυριοτέρων σημείων κάθε τύπου παρέμβασης. Ξεκινώντας από τη δέσμη των μέτρων της πρωτογενούς παρέμβασης στην κατηγορία αυτή εντάσσονται.

Τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής (π.χ. στέγαση, κοινωνική ασφάλιση, απασχόληση κ.α.). Τα στεγαστικά δάνεια και οι επιδοτήσεις ενοικίου που παρέχονται σε πολλές χώρες είναι μέτρα που κινούνται προς την κατεύθυνση της βελτίωσης των συνθηκών ζωής μιας σημαντικής μερίδας του πληθυσμού, που βάλλεται από την έλλειψη ιδιόκτητης κατοικίας και το άγχος καταβολής των συχνά υψηλών μισθωμάτων. Η προάσπιση της απασχόλησης είναι ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, δεδομένης της ανεργίας που πλήττει ένα αριθμητικά σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και οι επιμέρους προσπάθειες των κοινωνιών προς την εκπαίδευση των νέων σε καινούργια επαγγέλματα είναι ενδεικτικοί άξονες της προσπάθειας ενίσχυσης της απασχόλησης. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και οι προσπάθειες επέκτασης της ασφαλιστικής κάλυψης και στοχεύουν προς τη μείωση των οικονομικών δυσχερειών, με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι ανήλικοι και οι οικογένειές τους.

Τα μέτρα οικογενειακής πολιτικής (π.χ. οικογενειακά επιδόματα, ενίσχυση των δυνατοτήτων για διακοπές και ψυχαγωγία της οικογένειας κ.α.). Τα μέτρα αυτά στοχεύουν στην ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας, δεδομένου του κρίσιμου ρόλου που διαδραματίζει σε διάφορα θέματα, συμπεριλαμβανομένων και των ζητημάτων που αφορούν τους ανηλίκους. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που αναφέρθηκαν στην αρχή (στο πλαίσιο των οποίων μπορούμε να εντάξουμε την αλλαγή του τρόπου ζωής των μελών της οικογένειας, την είσοδο της γυναίκας στον εργασιακό στίβο καθώς και άλλες εξελίξεις) συχνά αποδυναμώνουν τους δεσμούς μεταξύ των μελών της οικογένειας. Για το λόγο αυτό γίνονται και θα πρέπει σαφώς να συνεχίσουν να γίνονται προσπάθειες ενίσχυσης των παραπάνω οικογενειακών δεσμών από την πλευρά της πολιτείας. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται τα οικογενειακά επιδόματα, η χορήγηση αδειών κατά την κύηση και τη λοχεία και πάσης φύσεως επιδόματα και ελαφρύνσεις που ως απώτερο σκοπό έχουν την ενίσχυση των οικογενειών κατά την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Επίσης, επιδόματα προβλέπονται και για ορισμένες ειδικές περιπτώσεις ανηλίκων (π.χ. ΑΜΕΑ).

Τέλος υπάρχουν και ορισμένα ειδικά μέτρα που ενισχύουν τη γενικότερη πολιτική σε θέματα ανηλίκων (όπως προγράμματα ενίσχυσης των βρεφονηπιακών σταθμών, των κέντρων προσχολικής αγωγής, των σχολείων κ.α.). Η ίδρυση αθλητικών κέντρων, κέντρων νεότητας και διαφόρων άλλων προγραμμάτων αποσκοπεί στην καταπολέμηση των ιδιαίτερα αρνητικών επιδράσεων των σύγχρονων μεγαλουπόλεων στη ζωή των ανηλίκων. Μεταξύ αυτών θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε την κοινωνική απομόνωση και την αποξένωση των νέων. Η καλύτερη δυνατή προσαρμογή τους στο κοινωνικό σύνολο αποδυναμώνει την επιρροή διαφόρων αρνητικών παραγόντων. Ο θεσμός των ψυχολόγων και των κοινωνικών λειτουργών που υπάρχει στα σχολεία διαφόρων χωρών, σαφώς λειτουργεί προς την κατεύθυνση της ομαλής διευθέτησης των όποιων προβλημάτων, ενώ παράλληλα διευκολύνει την επικοινωνία δασκάλων, γονέων και μαθητών. Η εξέλιξη αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική εάν αναλογιστούμε την έκταση που λαμβάνει στις μέρες μας το φαινόμενο της βίας στα σχολεία. Η συμβολή όμως, του προαναφερόμενου θεσμού είναι σημαντική και για έναν άλλο λόγο. Διότι έχει παρατηρηθεί η ύπαρξη συσχετισμού μεταξύ σχολικής απροσαρμοστικότητας και παραβατικότητας ανηλίκων.

Σε επίπεδο δευτερογενούς και τριτογενούς παρέμβασης θα αναφερθούμε στις κυριότερες τάσεις που εμφανίζονται διεθνώς, δεδομένου ότι δύο αυτοί τύποι παρέμβασης αλληλοσυμπληρώνονται και τείνουν να παρουσιάζονται από κοινού. Τα δικαστήρια ανηλίκων αποτελούν το κύριο όργανο άσκησης του επισήμου κοινωνικού ελέγχου αναφορικά με την παραβατικότητα των ανηλίκων, τα οποία είναι επιφορτισμένα τόσο με το έργο της πρόληψης, όσο και με το αντίστοιχο της κοινωνικής επανένταξης των ανηλίκων. Το έργο τους συμπληρώνεται από τη δράση των άλλων Υπηρεσιών και επαγγελματιών, μεταξύ των οποίων εντάσσονται οι επιμελητές ανηλίκων, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι παιδοψυχολόγοι κ.α.

Ενδεικτικά αναφερόμαστε στη δυνατότητα διενέργειας προληπτικών ελέγχων στις οικογένειες που έχουν ορισμένες διοικητικές Υπηρεσίες στη Γαλλία, αναφορικά με την περίπτωση των ανηλίκων που βρίσκονται σε κίνδυνο. Μέσω των ελέγχων αυτών διαπιστώνεται από τους κοινωνικούς λειτουργούς εάν υφίσταται ή όχι κίνδυνος για την φυσική και την ψυχική υγεία του ανηλίκου. Σε επίπεδο ποινικής αντιμετώπισης, παρατηρείται σε ορισμένες χώρες (π.χ. Γερμανία) μία τάση περιορισμού των στερητικών της ελευθερίας μέτρων και αποφυγής του εγκλεισμού σε ιδρύματα.

Στο Κεμπέκ του Καναδά, αρμόδιος φορέας για τις περιπτώσεις των ανηλίκων παραβατών είναι το Κέντρο Κοινωνικών Υπηρεσιών, που αποτελείται από το Διευθυντή Προστασίας της Νεότητας, την Επιτροπή Προστασίας της Νεότητας και το Δικαστή ανηλίκων. Παράλληλα, σε διάφορες χώρες παρατηρείται μία τάση εξω-δικαστικής αντιμετώπισης του προβλήματος με τη συμμετοχή της κοινότητας (π.χ. Σουηδία, Σκωτία). Βέβαια, μία τέτοια προοπτική δεν είναι άμοιρη συνεπειών, διότι ελλοχεύουν δύο είδη κινδύνων, του αυξημένου κοινωνικού ελέγχου αφενός και της προσβολής των δικαιωμάτων του ανηλίκου αφετέρου. Αναφορικά με τον τελευταίο επιβάλλεται να επισημανθεί ότι συχνά εξω-δικαστική παρέμβαση, ουσιαστικά σημαίνει έλλειψη δικονομικών εγγυήσεων.

Στην Ελλάδα, η άσκηση του επισήμου κοινωνικού ελέγχου γίνεται στη βάση δύο κριτηρίων: α) του ηθικού κινδύνου και β) της τέλεσης συγκεκριμένου αδικήματος. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τη λήψη προληπτικών μέτρων, ενώ στη δεύτερη τα μέτρα διακρίνονται σε αναμορφωτικά, θεραπευτικά και σωφρονιστικά. Το έργο των δικαστηρίων ανηλίκων συμπληρώνουν οι επιμελητές ανηλίκων και Εταιρείες προστασίας ανηλίκων.

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω την ιδιαίτερη σοβαρότητα του φαινομένου της παραβατικότητας των ανηλίκων. Όλοι είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι τα αβασάνιστα ευχολόγια δεν βοηθούν σε τίποτα, για το λόγο αυτό πρέπει να συντονίσουμε τις προσπάθειές μας προς την ανάπτυξη συντονισμένης δράσης σε όλα τα επίπεδα. Η δράση όμως, μόνο των αρμοδίων οργάνων που είναι επιφορτισμένα με την αντιμετώπιση του φαινομένου σε κάθε χώρα, συχνά δεν αρκεί για να επιφέρει την ουσιαστική επίλυση του προβλήματος. Απαιτείται η συνδρομή όλων. Είναι ζήτημα ευθύνης, τόσο απέναντι στον εαυτό μας και τις αξίες που ο καθένας μας πρεσβεύει, όσο και απέναντι στο συνάνθρωπό μας, με τον οποίο καλούμαστε να συμβιώσουμε αρμονικά. Επίσης, είναι και ζήτημα ευθύνης προς τις επερχόμενες γενιές και αφορά την ποιότητα ζωής που εν τέλει θα τους κληροδοτήσουμε. Ευθύνη, ευαισθητοποίηση και ανάληψη δράσης είναι ίσως το τρίπτυχο προς την κατεύθυνση της επιτυχούς προσπάθειας για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων ως κοινωνικού φαινομένου, το οποίο χρήζει ουσιαστικής και άμεσης διευθέτησης στο πλαίσιο κάθε ευνομούμενης κοινωνίας, που σέβεται τον εαυτό της και προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των πολιτών της. Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος είναι αδιαμφισβήτητα υπόθεση όλων μας. ]